- πλακώδεις
- πλακώδηςlaminatedmasc/fem acc plπλακώδηςlaminatedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κλινόχλωρο — Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Ευρυτανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.045 τ. χλμ., 32.053 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τον νομό Καρδίτσης, στα Δ και στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Α με τον νομό Φθιώτιδος. Αποκλειστικά ορεινός,… … Dictionary of Greek